- αλεία
- ἁλεία, η (Α)η αλιεία*.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἁλιεία, πρβλ. και το σχήμα ὑγιεία-ὑγεία.ΠΑΡ. νεοελλ. αλειά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλεία — ἀλείᾱ , ἀλεία wandering about fem nom/voc/acc dual ἀλείᾱ , ἀλεία wandering about fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλεία — ἁλείᾱ , ἁλεία fem nom/voc/acc dual ἁλείᾱ , ἁλεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείᾳ — ἀλείᾱͅ , ἀλεία wandering about fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλείᾳ — ἁλείᾱͅ , ἁλεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλειά — η [ἁλεία] η συγκομιδή από το ψάρεμα, τα αλιευμένα ψάρια, η ψαριά … Dictionary of Greek
ἁλείας — ἁλείᾱς , ἁλεία fem acc pl ἁλείᾱς , ἁλεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλείαν — ἁλείᾱν , ἁλεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… … Dictionary of Greek